- προλυμαίνομαι
- Αφθείρω, καταστρέφω προηγουμένως («πολυμηνάμενοι καὶ συγχέαντες τὸ τοῡ καθοπλισμοῡ», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + λυμαίνομαι «φθείρω, καταστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προλυμαίνεσθαι — προλῡμαίνεσθαι , προλυμαίνομαι destroy beforehand pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλυμηνάμενοι — προλῡμηνάμενοι , προλυμαίνομαι destroy beforehand aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)